Tuesday, August 24, 2010

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: Αριστοτέλους "Ευδαιμονία", Επίκουρου "Ηδονή", σκέψεις, έννοιες και απόψεις των δυο φιλοσόφων για το "ευ ζειν"

Το παρόν έχει ως βάση τα κείμενα του Αριστοτέλους και του Επίκουρου, τα οποία αναφέρονται στην έννοια της ευδαιμονίας και της ηδονής. Κυρίως στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλους και συγκεκριμένα στα βιβλία 1, 6, και 10 και δευτερευόντως του Επίκουρου στην Επιστολή προς Μενοικέα και Κύριαι Δόξαι. Με λίγα λόγια, ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η αξία της ηδονής εξαρτάται από την αξία της ενέργειας που την προκαλεί. Η ηδονή συμπληρώνει με φυσικό τρόπο κάθε ενέργεια. Ο ενάρετος άνθρωπος αισθάνεται ηδονή από την πραγμάτωση του αγαθού και του ωραίου. Οπωσδήποτε η ηδονή δεν είναι αυτοσκοπός. O Αριστοτέλης περιέγραψε - πριν τον Επίκουρο και τους Στωικούς - τις έννοιες της καταστηματικής ηδονής και της απαθείας, (Αριστοτέλης, Άπαντα – Ηθικά Νικομήδεια, Επιμ: Δρος Η. Π. Νικολούδη, Τόμος – 7ος Εκδ: ΚΑΚΤΟΣ, Σχόλια σελ: 279).

Όπως και οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες, έτσι και ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η βασική επιδίωξη του κάθε ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Πρόκειται για το αγαθόν, το οποίο επιδιώκουμε χάριν του ιδίου. Όμως, υπήρχε και υπάρχει διαφωνία ως προς το ποίο είναι το περιεχόμενο της ευδαιμονίας. Στα Ηθικά Νικομάχεια αναγνωρίζεται ότι οι πολλοί άνθρωποι θεωρούν την ηδονή ως ευδαιμονία και για τον λόγο αυτό διάγουν «βίον απολαυστικόν». Ακόμα και η συνήθης αντίληψη του όρου ηδονή περιορίζεται στις σωματικές ηδονές, διότι όλοι ασχολούνται με αυτές και τις επιδιώκουν. Αλλά ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, αν και αναγνωρίζει την λαϊκή αντίληψη περί ηδονής, δεν την παραδέχεται. Ορίζει την ευδαιμονία ως ενέργεια της ψυχής «κατ’ αρετήν τελείαν». Δηλαδή, ως την ενεργητική ψυχική κατάσταση, η οποία συμφωνεί προς την τέλεια αρετή.


Επίσης ο Αριστοτέλης ομολογεί κυρίως βιβλίο 10΄, ότι η ηδονή δεν αποτελεί το αγαθόν. Αλλά διάφορες συγκεκριμένες μεμονωμένες ηδονές είναι τω όντι επιθυμητές. Βέβαια ο Επίκουρος έδωσε βασική έμφαση σ’ αυτήν την άποψη και την ανήγαγε σε κύριο φιλοσοφικό δόγμα, στοιχείο που θα το δούμε παρακάτω. Ο φιλόσοφος υποστηρίζει πως η ηδονή δεν είναι κίνηση. Την καταληκτική του αντίληψη περί του τι είναι ηδονή από περιγραφική άποψη, την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Κ λέγοντας: «Κατά πάσαν γαρ αίσθησιν έστιν ηδονή, ομοίως Δε και διάνοιαν και θεωρίαν ηδίστη δ’ η τελειοτάτη, τελειοτάτη Δε η του ευ έχοντος προς το σπουδαιότατον των υπ’ αυτήν. Τελοιεί Δε την ενέργειαν η ηδονή».

Έτσι, κάθε αίσθηση παρέχει ηδονή, όπως και κάθε θεωρητική αναζήτηση και διανοητική απασχόληση. Η πλέον ευχάριστη ενέργεια αποτελεί την τελειότητα, η οποία είναι αυτή η ενέργεια, η οποία προσδιορίζεται από το σπουδαιότερο αντικείμενό της. Η ηδονή αποτελεί την τελείωση, την ολοκλήρωση της ενέργειας. Ποιο είναι όμως το σπουδαιότερο αντικείμενο ενεργειών; Για τον Αριστοτέλη και κάθε άλλον μαθητή του Πλάτωνος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από την πνευματική εργασία και δημιουργία! Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή τελειοποιεί τόσο τις ενέργειες όσο και την ίδια την ζωή, την οποία ποθούν οι άνθρωποι. Χωρίς ενέργεια δεν εμφανίζεται ηδονή. Και με την σειρά της η ηδονή τελειοποιεί κάθε ενέργεια.

Η ενέργεια επαυξάνεται, όταν συνοδεύεται από την συγγενή προς αυτήν ηδονή. Όποιος ευχαριστιέται με ό,τι κάνει, το κάνει καλύτερα. Σε κάθε ενέργεια αντιστοιχεί μία ηδονή. Η ηδονή της ενάρετης πράξεως είναι αξιόλογη, ενώ η ηδονή της κακής πράξεως είναι μοχθηρή. Οι επιθυμίες, οι οποίες κατατείνουν σε καλές πράξεις είναι επαινετές, ενώ αυτές, οι οποίες κατατείνουν σε αισχρές πράξεις, πρέπει να κατακρίνονται.

Ο Αριστοτέλης ακόμα αξιολογώντας τις ηδονές δέχεται ότι οι ηδονές, οι οποίες τελειώνουν και ολοκληρώνουν τις ενέργειες του τέλειου και μακάριου ανθρώπου, δικαιούνται να λέγονται πρέπουσες ηδονές, ενώ όλες οι άλλες ηδονές κατέχουν δευτερεύουσα θέση, όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες. Εφόσον είναι δεδομένο ότι τα ζωντανά όντα ενεργούν, η ενέργειά τους ως πραγματικότητα συνεπάγεται την ολοκληρωμένη τελείωση. Η δράση προσδίδει στα όντα τόσο περισσότερη ευχαρίστηση, όσο τελειότερη γίνεται. Κάθε ων προσπαθεί να επιτύχει διαφορετικά πράγματα και σε κάθε πράξη του συνυπάρχει μία αντίστοιχη ευχαρίστηση. Για τον άνθρωπο τίθεται ως σκοπός του η δράση, η οποία εξασφαλίζει την ευδαιμονία του. Αυτή στηρίζεται στις ενάρετες και πνευματικές-διανοητικές ενασχολήσεις. Ο Αριστοτέλης κρίνει ως άξια εκτιμήσεως και ευχάριστα εκείνα, τα οποία κρίνονται ως τέτοια για τον ενάρετο άνθρωπο. Ιδιαίτερα στην φύση του σπουδαίου ανθρώπου ταιριάζει η αρετή.

Η ηδονή κατά τον Αριστοτέλη βρίσκεται μέσα στην πράξη. Γι’ αυτό και ο αληθώς ευδαίμων θα ζήσει ευχάριστη ζωή. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι κατ’ ουσία νους. Επομένως, ο βίος σύμφωνος προς τον νου πρέπει να είναι και ο πλέον ευδαίμων βίος. Ο φιλόσοφος διαπιστώνει ότι η φιλοσοφία παρέχει αξιοθαύμαστες ηδονές ως προς την αγνότητα και την βεβαιότητα και είναι μεγαλύτερη στους κατόχους της σοφίας παρά στους αναζητούντες. Να μία μεγάλη αλήθεια, την οποία δυστυχώς ελάχιστοι θα μπορούσαν σήμερα να αντιληφθούν. Η φιλία, η οποία στηρίζεται στην ηδονή είναι η φιλία των νέων, αλλά είναι ευμετάβλητη, διότι καθώς μεγαλώνουν, μεταβάλλονται τα ήθη τους και κατά συνέπεια η αίσθησή τους περί ηδονής. Όμως, η φιλία, η οποία στηρίζεται στην αρετή είναι η φιλία των καλύτερων ανθρώπων.
 
Στην επιστολή του προς τον Μενοικέα ο Επίκουρος τον ενθαρρύνει να επιδιώξει την φρόνηση και προς την υγεία της ψυχής, τονίζοντας πως δεν έχει σημασία καμία ηλικία. Μήτε η νεαρή ηλικία και η ρόδα προς τα γερατειά, μήτε άλλη ηλικία αποτελεί το πολύ νωρίς ή το πολύ αργά για την υγεία της ψυχής. Ο παράγων χρόνος δεν αποτελεί φραγμό στη μελέτη της φιλοσοφίας και επομένως φραγμό για την ευτυχία. Σύστησε ακόμα πως ο Θεός είναι ένα έμβρυο ων, αθάνατος και ευλογημένος, και στηρίζει την μακαριότητα και την αθανασία. Τα μέγιστα κακά συμβαίνουν στα κακά και τα μέγιστα αγαθά, στο αγαθό από τους Θεούς. Ο σοφός λοιπόν, δεν φοβάται, δεν αποδοκιμάζει την ζωή και δεν φοβάται το τέλος του. Η ίδια η άσκηση περιλαμβάνει να ζήσει καλά και να πεθάνει καλά. Η προτίμηση και η αποστροφή, πρέπει να αποβλέπει προς την εξασφάλιση της υγείας του σώματος και της ηρεμίας του μυαλού, το οποίο είναι το αποτέλεσμα μιας ευλογημένης ζωής αποτελώντας τον εχθρό του πόνου και του φόβου. Η ευχαρίστηση είναι η αρχή και το τέλος της ευλογημένης ζωής και η αφετηρία κάθε επιλογής και αποστροφής.


Αν και η ευχαρίστηση είναι το πρώτο και φυσικό αγαθό, κάθε ευχαρίστηση πρέπει να επιλεχτεί, γιατί μπορεί να ακολουθήσει μια μεγαλύτερη ενόχληση. Οι πόνοι είναι συχνά καλύτεροι από την ευχαρίστηση που οδηγούν τελικά στη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αυτό που είναι φυσικό προμηθεύετε εύκολα, αλλά τα μάταια και άνευ αξίας πράγματα είναι δύσκολο να κερδισθούν. Μια σαφής τιμή δίνει τόση ευχαρίστηση, όσο μια δαπανηρή διατροφή, για παράδειγμα: η πείνα καθιστά το ψωμί όμως και το νερό το αντικαθιστά ιδιαίτερα ευχάριστα.

Ο Επίκουρος σημειώνει ακόμα πως αν και η ευχαρίστηση είναι το πρώτο και φυσικό αγαθό, αυτό δεν αποτελεί και το στόχο της άσωτης ευχαρίστησης και του αισθησιασμού όπως παρανοείτε μέσο της άγνοιας, της προκατάληψης ή της διαστρέβλωσης. Εξέτασε την ευχαρίστηση ως προς την απουσία του πόνου στο σώμα και του προβλήματος της ψυχής και όχι σε μια συνεχή διαδοχή περιόδων κατανάλωσης, revelry, του φύλλου και των πολυτελών τροφίμων. Ο μάλλον νηφάλιος συλλογισμός, λογικά καθορίζει κάθε επιλογή και αποφυγή με εκείνες τις πεποιθήσεις που προκαλούν το σάλο ψυχής. Κατά συνέπεια το μέγιστο αγαθό είναι η σύνεση και όλες οι αρετές αναπηδούν μέσα από αυτή – τιμή, και δικαιοσύνη – που μας διδάσκουν πως δεν μπορούμε να οδηγήσουμε μια ζωή της ευχαρίστησης χωρίς σύνεση. Ένα τέτοιο πρόσωπο κρατά μια ιερή πίστη στους Θεούς και ζει χωρίς τον φόβο του θανάτου.

Ο Επίκουρος επέλεξε τις αρετές εξαιτίας της ευχαρίστησης και όχι για την χάρη τους. Άφησε ένα κατάλογο κυρίαρχων αξιωμάτων για τους οπαδούς του. Μια ευλογημένη και αιώνια ύπαρξη δεν θα έχει κανένα πρόβλημα στην αντιμετώπιση της μεροληψίας και του θυμού. Η ευχαρίστηση τότε φθάνει στο όριο της με την αφαίρεση όλου του πόνου. Ένα άτομο είναι αδύνατο να ζήσει ευχάριστα χωρίς να ζήσει σοφά και δίκαια και αντιστρόφως. Η τύχη δε δύσκολα έως σπάνια θα εμποδίσει το σοφό ο οποίος κατευθύνει τη ζωή του και τις ζωές των συνανθρώπων του με τον λόγο.

Από όλους τους τρόπους και ο πιο σημαντικός, για να εξασφαλιστεί η ευτυχία και η φρόνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, είναι να αποκτήσει κανείς φίλους. Τίποτα δεν ενισχύει τόσο πολύ την ασφάλεια μας, όσο η φιλία. Οι φυσικές επιθυμίες που δεν ικανοποιούνται όταν δίνουν το πόνο, ακολουθούνται λόγω της ψευδαισθητικής άποψης και εμμένουν μόνο λόγο της ψευδαισθητικής άποψης. Η φυσική δικαιοσύνη είναι βασισμένη στην ευκολία παρεμπόδισης ενός ατόμου, από την βλάβη ή βλάβης από άλλο. Τα ζώα και οι φυλές που δεν μπορούν να κάνουν συμβόλαια το ένα με το άλλο, επιβιώνουν χωρίς την δικαιοσύνη.

Ακόμα για το ζήτημα της φιλίας, ο Επίκουρος τόνισε πως πρέπει να την εκτιμούμε έτσι όπως εκτιμούμε και την εργασία μας. Δεδομένου ότι εκτιμούμε την εργασία μας και τους χαρακτήρες μας με τον ίδιο τρόπο, εκτιμούμε και τους φίλους μας. Μπορούμε να υπακούσουμε τη φύση με την ικανοποίηση των απαραίτητων επιθυμιών, που δεν μας βλάπτουν, απορρίπτοντας εκείνους που είναι επιβλαβείς. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ένδεια αναλογικά προς τους φυσικούς σκοπούς της ζωής είναι μεγάλος πλούτος, αλλά ο απεριόριστος πλούτος είναι μεγάλη ένδεια. Η φιλία χορεύει μέσο του κόσμου προσφέροντας μας την ευχαρίστηση, για να ξυπνήσει στην αναγνώριση του φθόνου. Το αγαθό όμως δεν αξίζει το φθόνο! Δεν είναι η κοιλιά κάποιου που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, αλλά η ψεύτικη ιδέα της ατέλειωτης πλήρωσης της κοιλιάς κάποιου.

Ολοκληρώνοντας αναφέρει ακόμα ο Επίκουρος στο ζήτημα των παιδιών ότι πρέπει να αντισταθούν στο θυμό των γονέων τους. Γιατί εάν δικαιολογείται, είναι καλύτερο να επιδιωχθεί η συγχώρεση εάν όμως δεν δικαιολογείτε είναι καλύτερο να επιστρέψει ο θυμός κατά μέρος από μια παρουσίαση του καλού συναισθήματος. Ο Επίκουρος ακόμα, παρατήρησε ένα όριο στην απλή διαβίωση, το οποίο όταν ξεπερνιέται, αποτελεί μεγάλο σφάλμα.

Τέλος, σε μια φιλοσοφική διαφωνία, αυτά που αποτελούν νικημένα κέρδη, είναι η εκμάθηση περισσότερων στοιχείων. Η ελευθερία είναι τα φρούτα της αυτάρκειας. Ο ευγενής ενδιαφέρετε για τη φρόνηση και τη φιλία. Η ηρεμία των άλλων δεν ενοχλείτε. Και η ψυχή δεν απελευθερώνετε από τη σύγχυση και ούτε κερδίζει μια αντάξια χαρά μέσω της κατοχής του πλούτου.
 
Αλήθεια πόσο δύσκολο μπορεί να θεωρηθεί οτι έχουν βάση οι απόψεις και των δυο φιλοσόφων στη σημερινή πραγματικότητα, όπου με το άκουσμα της λέξεως ηδονής, των περισσοτέρων το μυαλό καταλαβαίνει την ικανοποίηση της σωματικής ανάγκης, ή ακόμα δεν δέχεται τη σημερινή πραγματικότητα την ευδαιμονία ως ενέργεια της ψυχής «κατ’ αρετήν τελείαν». Το ευ ζην στην σημερινή πραγματικότητα, ορίζεται στην πληρότητα του χρήματος, του πλούσιου βίου, της ελεύθερης σεξουαλικής πράξης και την ικανοποίηση της σωματικής ανάγκης.
 
Για να ολοκληρώσω αυτή την μελέτη πέρα από τα βιβλιογραφικά στοιχεία που χρησιμοποίησα, ανάπτυξα την έρευνα μου και γύρω μου για να πλησιάσω όσο μπορώ την σκληρή πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν από τα είκοσι άτομα που συμμετείχαν στη συζήτηση περι του αντικειμένου που μας απασχολεί, μόνο οι δύο υποστήριξαν την ανάγκη της πνευματικής ηδονής, της πνευματικής πληρότητας και την αναζήτηση αναγκών που θα ικανοποιούσε απόλυτα κενά στα εσώψυχά τους. Οι υπόλοιποι υποστήριξαν την σωματική ικανοποίηση δια μέσου σεξουαλικής πράξεως. Δηλαδή 1/10 η αναλογία.


Η ανάγκη της πνευματικής τελειότητας απέχει μακριά από την σημερινή πραγματικότητα. Ίσως να αποτελούμε τους αλαζόνες – έτσι θα μας ονόμαζαν ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος αν ζούσαν στην σημερινή εποχή. Ίσως πάλι το χρήμα και η απόλυτη σωματική ηδονή να πληρούν τις ανάγκες τις σημερινής εποχής. Βέβαια κάποιος μπορεί να πει πως η επιτυχία μιας οικογενειακής ζωής και μιας εργασιακής επιτυχίας δεν συντελούν τα συστατικά μιας μερικής ευχαρίστησης; Η σφυγμομέτρηση άλλα έδειξε. Η πλειοψηφία υποστήριξε πως η επίτευξη των παραπάνω έρχεται όταν ικανοποιείτε η συντροφικότητα, όχι όμως από την πλευρά της εγκεφαλικής συνάντησης, μα από την πλευρά της σωματικής ηδονικής ικανοποίησης. Αυτό δεν σημαίνει απόλυτα οτι είναι αρνητικό. Άλλωστε και οι δυο φιλόσοφοι δέχονται πως η υγιείς ενέργεια εμπεριέχει την συστηματική υγιεί σωματική ηδονή.  Όσον αφορά την άποψη περί φιλίας: το 100% δηλώνει απιστία μπροστά σε μια ειλικρινή και συντροφική φιλία και ούτε υπάρχει ευχαρίστηση μα ούτε το βλέπουν και ως ηδονή.

Πόσο περίεργος είναι ο σημερινός κόσμος της πραγματικότητας…
 
- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


1.Για την ενότητα Η ηδονή ως ευδαιμονία χρησιμοποίησα, τον τόμο πρακτικών του Συνεδρίου "Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ", σε έκδοση της Εταιρείας Αριστοτελικών Μελετών "Το Λύκειον", Αθήνα 1996 και σε επιμέλεια του Δημήτριου Κούτρα, Καθ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών.

2.Για την ενότητα Η ηδονή στον Επίκουρο χρησιμοποίησα την ανάλυση και κάποια συμπεράσματα που παραθέτει ο Edwin Morgan στο βιβλίο του: Edwin Morgan, I did - Analyzed Epicorus - London: Routledge & Kegan Paul 3Th. 16:26b tr Ed. 1999.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Mario Vegetti: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, Αθήνα, Εκδ. Τραυλός , 2000

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: Ο μύθος του σπηλαίου στην Πλατωνική Πολιτεία.

Η πλατωνική φιλοσοφία είναι ιδεοκρατική. Εισάγει τη θεωρία των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι οι γενικοί και αιώνιοι τύποι των πραγμάτων, οι ουσίες που γίνονται αντιληπτές μόνο με το λογικό και όχι με την αίσθηση. Τα αισθητά τα θεωρεί είδωλα των ιδεών. Έτσι αναγνωρίζει δύο κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τον Ηράκλειτο, και το νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα αυτού του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και παραδείγματα.


Στην ψυχή διακρίνει τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Γι' αυτό και αναγνωρίζει τρεις αρετές, τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη, η καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα από τα τρία μέρη της ψυχής. Τις τρεις αυτές αρετές της ψυχής τις παραλληλίζει με τις τρεις χορδές της λύρας, την υπάτη, τη μέση και τη νήτη. Αλλά οι τρεις αυτές αρετές πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά, ώστε το λογιστικό ως θείο να κυβερνά, το θυμοειδές να υπακούσει σ' αυτό ως βοηθός, και τα δύο μαζί να διευθύνουν το επιθυμητικό, για να μην επιχειρεί να άρχει αυτό, αφού είναι το πιο άπληστο και το κατώτερο μέρος της ψυχής. Από την αρμονική ανάπτυξη των τριών αρετών αποτελείται η δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμονία των τριών άλλων αρετών.

Επειδή και η Πόλη ή το Κράτος αν θέλετε, αποτελεί μία μεγέθυνση του ανθρώπου, διακρίνει και σ' αυτήν τρία γένη: το βουλευτικό, το πολεμικό και το χρηματικό, τα οποία αντιστοιχούν προς τα τρία μέρη της ψυχής. Όπως στον άνθρωπο, έτσι και στην πόλη πρέπει να υπάρχει η δικαιοσύνη, δηλαδή η αρμονία, που πετυχαίνεται, όταν και στην πόλη το καθένα από τα γένη εκτελεί το δικό του έργο και δεν επιδιώκει τα ξένα.

Η επίδραση του φιλοσόφου υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη. Η ιστορία της φιλοσοφίας μέχρι τον Κικέρωνα είναι γεμάτη από αυτόν και είτε αμφισβητεί, είτε ακολουθεί τη διδασκαλία του. Οι πατέρες της εκκλησίας από αυτόν δανείζονται ιδέες και επιχειρήματα και τον θεωρούν τον πιο σημαντικό αντιπρόσωπο της ανθρώπινης φιλοσοφίας. Αλλά και η νεότερη φιλοσοφική σκέψη δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τον Πλάτωνα. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν να ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούν νέες πάνω σ' αυτές.

Το έργο του Πολιτεία, αποτελεί ένα υψηλό και πολυσύνθετο πνευματικό οικοδόμημα. Η συζήτηση ξεκινά από το πρόβλημα του δικαίου βίου, αλλά μοιραία επεκτείνετε σε ποικίλα θέματα ηθικής, αισθητικής, λογοτεχνικής κριτικής, παιδαγωγικής, παθολογίας των πολιτειών, ψυχολογίας του πλήθους και μεταφυσικής.

Για μεγάλα διαστήματα η αθηναϊκή δημοκρατία ξέπεσε στα χέρια αδίστακτων δημαγωγών. Στο όνομα μιας δήθεν ισοτιμίας η ανάθεση πολλών αξιωμάτων γινόταν με κλήρωση. Για κρίσιμα θέματα δεν αποφάσιζε ο ορθός λόγος, αλλά η βοή του πλήθους και η πειθώ του ρήτορα. Η μοναδική λοιπόν ελπίδα κατά των Πλάτωνα ήταν είτε να φιλοσοφήσουν οι άρχοντες είτε να αναλάβουν τα ηνία του κράτους οι φιλόσοφοι.

Μέσα σε ένα υπόγειο σπήλαιο που έχει λίγο φως, στην ανοιχτή είσοδό του, ζουν από την παιδική τους ηλικία άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και στον αυχένα, οι οποίοι μένουν ακίνητοι. Αναγκάζονται να βλέπουν μόνο μπροστά σε ένα τοίχο, χωρίς να μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους δεξιά ή αριστερά. Πίσω από τους δεσμώτες υπάρχει ένα φως που βρίσκεται ψηλά και μακριά τους και φτάνει αδύναμο στο βάθος του σπηλαίου. Ανάμεσα στο φως και στους δεσμώτες υπάρχει ένας δρόμος, που είναι πίσω και πάνω από τα κεφάλια των δεσμωτών. Παράλληλα με το δρόμο αυτό υπάρχει ένα τείχος. Πάνω στην επιφάνεια της γης βαδίζουν διάφοροι άνθρωποι, μεταφέροντας διάφορα αντικείμενα. Οι σκιές των αντικειμένων πέφτουν πάνω στον τοίχο. Οι δεσμώτες νομίζουν ότι οι σκιές είναι πραγματικά αντικείμενα, ενώ στην ουσία βλέπουν μόνο είδωλα, νομίζοντας ότι βλέπουν τα αληθινά πράγματα. Έτσι οι δεσμώτες θεωρούν τον κόσμο των σκιών ως πραγματικό κόσμο.

Με την πρώτη μελέτη καταλαβαίνουμε πως ο μύθος του σπηλαίου και ο εκφραστικός τρόπος του συγγραφέα είναι έντονα αλληγορικός που σημαίνει πως άλλα λεει και άλλα εννοεί. Πρόκειται δηλαδή για μια συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση. Ο μύθος του σπηλαίου έτσι όπως αναπτύσσεται, αναφέρετε στην επίδραση που ασκεί η παιδεία στην ανθρώπινη φύση, στην υποχρέωση που έχει ο ορθώς πεπαιδευμένος, δηλαδή ο φιλόσοφός, να φωτίσει τους συνανθρώπους του, αλλά και γενικότερα στην αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας και τον κόσμο της νόησης. Και αυτό φανερώνετε αμέσως μέσα από το κείμενο: Το σπήλαιο συμβολίζει των κόσμο των αισθήσεων που απέχει από τον κόσμο των ιδεών, της κοινωνίας της οποίας τα μέλη βρίσκονται στο σκοτάδι της άγνοιας και της απαιδευσιάς. Οι δεσμώτες συμβολίζουν τους απαίδευτους, τους αμόρφωτους, αυτούς που βρίσκονται συνέχεια στο σκοτάδι της αμάθειας και της άγνοιας και που είναι δέσμιοι των παθών τους αφού νομίζουν ότι οι σκιές είναι η πραγματική και μοναδική αλήθεια. Οι σκιές που βλέπουν οι δεσμώτες στα τοιχώματα της σπηλιάς αποτελούν τα είδωλα των ιδεών, τα αντίγραφα, ο ψεύτικος κόσμος που αγνοεί τη μοναδική αλήθεια και δημιουργεί την ψευδαίσθηση. Από την άλλη το φως στην ανοιχτή είσοδο της σπηλιάς συμβολίζει την δυνατότητα που έχει κανείς για να περάσει από το ψεύτικο κόσμο του σπηλαίου, στον πραγματικό κόσμο, στον αληθινό κόσμο του φωτός της ιδέας και της αλήθειας, του λόγου και της υπέρτατης ιδέας του αγαθού.

Τα δεσμά καθηλώνουν τους ανθρώπους του σπηλαίου σ’ ένα σημείο, ώστε να βλέπουν μόνο τα είδωλα, τις σκιές, τις εικόνες των πραγμάτων και να πιστεύουν ότι βλέπουν την αλήθεια. Έτσι λοιπόν, η πραγματικότητα κατά των Πλάτωνα δίνεται μέσα από την πίστη, την διάνοια, την νόηση, τη γνώση και την πράξη. Οι δεσμώτες βλέπουν τον ήλιο, ελευθερώνονται, κατανοούν τον κόσμο και ξαναγυρίζουν φωτισμένοι στο σπήλαιο για να απελευθερώσουν και τους άλλους δεσμώτες. Σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα, τι δείχνει στον άνθρωπο η εικόνα του σπηλαίου; Κατά πρώτον τη γνωστική πορεία της ανθρώπινης ψυχής: Η γνώση κατά τον Πλάτωνα έχει μεγάλη σημασία, γιατί στρέφει την ψυχή για την γνωριμία με το αγαθό, βγάζει τους δεσμώτες από το σκοτεινό σπήλαιο της αμάθειας και των ψευδαισθήσεων και τους οδηγεί στον άφθαρτο κόσμο των ιδεών, θεμελιώνει την έννοια του αγαθού, στηρίζει την ιδανική πολιτεία και κατά δεύτερον, την κατάσταση της πολιτικής κοινωνίας: δηλαδή με την εικόνα του σπηλαίου ο Πλάτων προσπαθεί να καθορίσει την ορθή στάση του πολιτικού απέναντι στην πολιτική κοινωνία .

Ας επιστρέψω όμως στη θεματολογική ανάλυση του μύθου και ας σταθώ στην αρχική τοποθέτηση των ανθρώπων του σπηλαίου, που είναι η δέσμευση και η παραμονή τους στο σκοτάδι. Συνηθίζουν τόσο πολύ στη σκιώδη πραγματικότητα που αντικρίζουν, ώστε χρειάζεται εξαναγκασμός για να τραβηχτούν προς το φως.

Ο Κόσμος του σπηλαίου είναι ο αισθητός κόσμος, ο οποίος περιγράφετε σε σχέση με το νοητό κόσμο. Οι άνθρωποι του σπηλαίου ζουν μέσα στην άγνοια. Ενώ βλέπουν τις σκιές των πραγμάτων, νομίζουν ότι ξέρουν την αλήθεια. Είναι δεσμευμένοι στα πάθη τους, στις ψευδαισθήσεις και στις προκαταλήψεις τους. Η πολιτική κοινωνία, την οποία συμβολίζει η κοινωνία των δεσμωτών, δεν στηρίζεται πάνω στη δικαιοσύνη και στην αξιοκρατία. Στην κοινωνία αυτή οι δημαγωγοί και όχι όσοι έχουν άριστη παιδεία έχουν την εξουσία. Οι λαοπλάνοι - δημαγωγοί ανοίγουν τον δρόμο στους τυράννους.

Η γλώσσα του Πλάτωνα στο Μύθο του Σπηλαίου θα έλεγα πως είναι κάπως ποιητική και το ύφος του γλαφυρό, καλύτερα, ευχάριστο. Αναζητεί την αλήθεια και μέσα από αυτήν την αναζήτηση εκφράζει μια αυστηρότητα που στόχο έχει στην σημασία των επιχειρημάτων που προβάλει. Μέσα από το λόγο του αποζητά μια πραγματική, αληθινή πολιτική και ηθική κοινωνία, θέλοντας να γκρεμίσει κάθε σκιά. Με το αλληγορικό του ύφος καταφέρνει μέσα από τον φιλοσοφικό διάλογο να γίνει όσο μπορεί πιο κατανοητός χρησιμοποιώντας παρομοιώσεις και μεταφορές στη χρήση του λόγου κάνοντας πιο αισθητοποιημένη την εικόνα του σπηλαίου. «Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε ο Γλαύκων και παράξενους δεσμώτες. Όμοιους με μας, είπα εγώ». Για να ταυτιστεί έτσι με την ιδεολογία και το ύφος του Πλάτωνα ένα μεγάλο ποιητικό πνεύμα, ο Κ. Π. Καβάφης μέσα από το ποίημα του, «Τείχη»:

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέφτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσε ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Συμβολικό ποίημα που μας θυμίζει την πλατωνική αλληγορία για την σπηλιά, προβάλλοντας μια ατμόσφαιρα απομόνωσης και εγκλεισμού και του αποκλεισμού που κυριαρχεί και στην πλατωνική αλληγορία.

Μελετώντας τον Μύθο του Σπηλαίου καταλήγουμε σε δυο βασικά στοιχεία: α). στην επίδραση της παιδείας και της αγωγής στην προσωπικότητα του ανθρώπου και β). στο καθήκον των φιλοσόφων και γενικά των πνευματικών ανθρώπων ν’ απαλλάξουν τους συνανθρώπους τους από την πλάνη και την απαιδευσιά. Τα δυο αυτά θέματα εξετάζονται μέσα στο πλαίσιο μιας ιδανικής πολιτείας. Για να υπάρχει και να λειτουργεί μια τέλεια πολιτεία πρέπει οι πνευματικοί άνθρωποι να γίνουν πρότυπα ηθικής και ιδανικοί παιδαγωγοί του λαού.

Για τον Πλάτωνα η ηθική δεν διαχωρίζεται από την πολιτική. Για τη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας δεν πρέπει να υπάρχουν δημαγωγοί που κολακεύουν και εξαπατούν τον λαό, αλλά πνευματικοί άνθρωποι κατάλληλοι για την επίλυση πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων. Οι φιλόσοφοι και γενικά οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν καθήκον ν’ ασχοληθούν με τα κοινά και όχι να μείνουν κλεισμένοι στις πνευματικές τους αναζητήσεις, μακριά από τους δεσμώτες που τους έχουν ανάγκη.

Οι πλατωνικοί δεσμώτες προσομοιάζουν τις συνήθειες της καθημερινής ζωής των σύγχρονων ανθρώπων. Όπως οι πλατωνικοί δεσμώτες βλέπουν μόνο είδωλα κλεισμένοι στην υπόγεια σπηλιά, έτσι και ο σημερινός κόσμος καθηλωμένος σαν αχαμνός στη μικρή οθόνη παρακολουθεί ότι του "πουλούν" με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται από καταναλωτική μανία και όχι μόνο. Δεσμώτες λοιπόν γενικά των Μ.Μ.Ε. αφού δεν ενημερώνονται αντικειμενικά, αμερόληπτα και έγκυρα. Δεσμώτες μέσα στη μοναξιά των μεγαλουπόλεων, μέσα στη περιθωριοποίηση και το άγχος, δεσμώτες μέσα στην αδιαφορία τους για πνευματική καλλιέργεια, έρωτα και ανάγκης στις σωστές ανθρώπινες σχέσεις. Αλήθεια πόσο κοντά βρισκόμαστε στο κόσμο του Πλάτωνα και πόσο μακριά από την γνώση και την πραγματικότητα πλάθοντας άλλα είδωλα και άλλες καταστάσεις; Όσο για τις πνευματικές προσωπικότητές μας σήμερα; Ευθεία γραμμή…

Βιβλιογραφία:

1. ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Εκδ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Αθήνα 1999
2. Mario Vegetti: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, Αθήνα, Εκδ. Τραυλός , 2000

ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μελετώντας την ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν, η σκέψη μου δέχτηκε έναν παραλληλισμό που τολμώ να τον αναφέρω, διότι καθρεφτίζει απόλυτα την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τον άνθρωπο Βιγιόν. Θυμίζει λοιπόν το πρόσωπο που έπλασε η Μαρκγερίτ Ντυράς στην «Αρρώστια του θανάτου» και ένα μέρος της αφήγησης του ετοιμοθάνατου προσώπου, μπορεί να θεωρηθεί ως η απόκρυφη ψυχή του Βιγιόν: «…Δεν θα μάθετε ποτέ τίποτε, ούτε εσείς, ούτε κανείς άλλος ποτέ, για το πώς βλέπει, τι σκέφτεται για τον κόσμο, για σας, για το κορμί σας, για την σκέψη σας και γι’ αυτή την αρρώστια που ισχυρίζεται ότι σας έχει προσβάλλει…», (Μ. Ντυράς, Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, μεταφ. Κ. Μαλαμάτη, σελ 19, ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1985). Πολλά, μπορεί κανείς, να βάλει με το νου του και να πει τι λέει ο άσχετος, όμως το παραπάνω απόσπασμα, έχει να κάνει με την ψυχή, που εντόπισα σε αυτές τις λίγες μπαλάντες του Βιγιόν, συνεχίζοντας την μελέτη θα καταλάβετε γιατί. Επίσης κανείς δεν μπορεί να ασκήσει κριτική για τον παραπάνω παραλληλισμό, γιατί τότε θα του απαντήσω, πως η οποιαδήποτε ποίηση ερμηνεύετε σύμφωνα με αυτά, που καταλαβαίνει και αισθάνεται ο αναγνώστης, με το πνεύμα του και με την ψυχή του, δίχως να αναλωθεί σε ατέλειωτες βιβλιογραφίες και αναλύσεις. Αρκεί η ανάγνωση του ποιήματος!


Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η δημοσίευση αυτή δεν θα σταθεί σε εποχές και συρμούς της ποιητικής τέχνης που τις περιέλαβαν και έχουν ως βάση και την ποίηση του Βιγιόν. Σαφώς και θα αναφερθούν όχι όμως αναλυτικά. Η βασική αρχή μου έχει να κάνει με την ποίηση του Βιγιόν, το πνεύμα και τη ζωή του, που καθρεφτίζονται μέσα από τις μπαλάντες του.

«Κοιμάται αιώνια εδώ στο δώμα αυτό
Απ’ του έρωτα τη Σαΐτα σκοτωμένο,
Ένα σκολιταρούδι τρυφερό:
Φρανσουά Βιγιόν τον έλεγαν το καημένο
Δεν είχε ρούπι γης και μοιρασμένο
Είχε όλο του το βίος εδώ και εκεί:
Σκαμνιά, τραπέζι και ψωμί φρυγμένο.
Πέστε γι’ αυτόν στο Θεό αυτήν την ευκή: …»

Η ποίηση της αβροφροσύνης, η ποίηση της αυλής, η ιπποτική ποίηση, άνθισαν για πρώτη φορά στη Προβηγκία κατά το Μεσαίωνα, σαν μια ψυχική αντίδραση προς τη σκληρότητά του και την περιφρόνηση της ατομικής ζωής του ανθρώπου. Ανακαλύφθηκε. μόλις το δέκατο ένατο αιώνα στις αρχές του ρομαντισμού, που όχι λίγο τον επηρέασε. Η προβηγκιανή ποίηση, τον αιώνα της ακμής της, τη διάδιδαν από τόπο σε τόπο στρατοκόποι τροβαδούροι επαγγελματίες, οι οποίοι κινήθηκαν και μετέδωσαν την μουσικότητα και τους στίχους των ποιημάτων αναπτύσσοντας μια θεματική με έμφαση στην προσωπική περιπέτεια κάτω από συγκεκριμένους κανόνες, στην αίσθηση της τιμής και στην ανάγκη της ενθουσιώδους δράση, έχοντας ως επίκεντρο μια ορισμένη ιδέα δύσκολου ή και ανολοκλήρωτου «ευγενούς έρωτα», (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, «ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Α΄ σελ: 215).

Όπως είναι γνωστό, ή ποίηση αυτή, που αποτελεί τη μεγαλύτερη και διαρκέστερη δόξα της αρχαίας προβηγκιανής λογοτεχνίας, έδωσε. τον τόνο, τη μορφή και τη μουσική αίσθηση σε ολόκληρο το μεσαίωνα της Δυτικής Ευρώπης. Από τη Γαλλία έφθασε. στην Πορτογαλία και από την Ιταλία στη Γερμανία και σαν μια μεγάλη ερωτική συμφωνία, ύμνησε έναν αιώνα ολόκληρο, που είχε αποστεγνώσει ο χριστιανικός ασκητισμός, τη γυναίκα και τον έρωτα, δύο στοιχεία εντελώς παραμερισμένα και ανεκμετάλλευτα μέχρι τότε από τη λογοτεχνία. 'Η φωνή της νέας αυτής ποιητικής έκφρασης εναρμονίστηκε και συμβάδισε πάνω σε μια κοινή βασική μουσική νότα, για να αντηχήσει πρώτη φορά στην Προβηγκία με τη γλώσσα του «Οκ». Από εκεί την περιμάζεψε ένας απέραντος χορός από στιχουργούς και ποιητές, για να μη χαθεί, ευτυχώς, ή λαμπρή και αγνή αυτή μεσαιωνική μελωδική ποίηση. Τούτη η ποίηση όμως που την τραγουδούσε ο τροβαδούρος ή την απάγγειλε ο ζογκλέρ αρχίζει με την πάροδο των χρόνων να υποχωρεί όταν εξαπλώνεται το τυπωμένο βιβλίο και η ανάγνωσή του, (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, Α, σελ: 216). Αναπτύσσονται ακόμα ιδιαίτερες μορφές λυρισμού όπως είναι το σονέτο και η μπαλάντα, με θεματική πάντα γύρω από τον έρωτα και την γυναίκα. Ο Βιγιόν σε μορφή μπαλάντας έγραψε τα ομορφότερα μελωδικά ποιήματα του και σίγουρα τα παρακάτω αποσπάσματα χαρακτηρίζουν το λυρικό ύφος του:
Το ρόδινο είχε χρώμα του αμεθύστου;
Του βασιλιά της Κύπρου πού είν' η αντρειά;
Αλί! Και του γενναίου βασιλιά
Της Ισπανίας, της χώρας της τρανής,
Που τ' όνομά του δε θυμάμαι πια;
Μα πού είν' κι ο Καρλομάγνος ο πολύς;
Για ν' αραδιάσω κι άλλους, μα του Υψίστου
Τη δύναμη είναι μάταιη δουλειά.
Κανείς, όση και νάναι η δύναμής του,
Το Χάρο δε νικάει. Ακόμη μια
Στερνή φορά ρωτώ: Το βασιλιά
Της Βοημιάς τον Λανσελό κανείς
Μην είδε; Πούναι η τόση του γενιά;
Μα πού είν' κι ο Καρλομάγνος ο πολύς;

Η ποίηση τού Φρανσουά Βιγιόν, όση διασώθηκε είναι γραμμένη σε πληβεία γλώσσα, και προβάλλει το άνθος μιας εποχής μεγάλης ηθικής, κοινωνικής και εκκλησιαστικής σύγχυσης, κατά την οποία το έγκλημα θεωρείτο αμάρτημα, που μπορούσε ή εκκλησία, αν ήθελε, να. το συχωρέσει. Πόρνες, κλέφτες, εγκληματίες, άτιμοι, κάθε λογής, απολάμβαναν της βασιλικής εύνοιας, και ο βιασμός, ή λεηλασία κι ο φόνος, ήταν κανόνας, που δεν εμπόδιζε τους φαύλους να ανεβαίνουν ως τα πιο υψηλά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα.

Σε κάθε Ιερωμένο και καλογριά,
Σε φρόνιμους κα σε παραλυμένους,
Σε ζητιάνους, τεμπέλικα κορμιά
Σε ρουφιάνους, σε πόρνες που σφιγμένους
Μπούστους φορούν και φούστες, σε σβημένους
Κορτάκηδες από έρωτα χαμό,
Με φίνες στενές μπότες ποδεμένους,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Η διαφθορά τής Δικαιοσύνης, ή προδοσία και ή συνεργασία με τους εχθρούς τής Γαλλίας, Βουργουνδούς και Άγγλους, έργο των κατά τόπους μεγαλο-αφεντάδων, ο εκφυλισμός, η εξαγορά συνειδήσεων, η μέθη, η εξωφρενική λαγνεία, ή άπάτη οργίαζαν και οι ιεροκήρυκες αδυνατούσαν να επιβληθούν σ’ αυτόν τον πανζουρλισμό.

Σε κορίτσια που δείχνουν τα βυζιά
Για να’ χουν πιο πολλούς προσκαλεσμένους
Σε χείρες και κοπέλες για παντρειά,
Σε θεατρίνους και σε μασκαρεμένους
Παλιάτσους, σε ξενύχτες μεθυσμένους,
Σ’ αγύpτες που δετές απ’ το λαιμό
Σέρνoυν μαϊμούδες, σε χρεοκοπημένους,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Παιδί αυτής τής σαπισμένης κοινωνίας τού γαλλικού μεσαίωνα, και περιστοιχισμένος από αμέτρητες παγίδες, ο ποιητής δίχως να αμαρτήσει περισσότερο από τους συγχρόνους του, εξιλεώθηκε τραγουδώντας και ανοίγοντας με τη φωνή του μια νέα εποχή.

Οξ’ από κείνα τα άτιμα σκυλιά,
Που μ’ έκαναν να φάω μουχλιασμένα
Ψωμιά και να. πιω βρώμικα νερά
-Που τα ‘ντερά μου ειν’ απ’ αυτά αργασμένα -
Με πoρδές θε να τα ‘χα φιλεμένα,
Τώρα όμως κάθομαι και δεν μπορώ
Δυνατά μη μαλώσω με κανένα,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Ας τους λιανίσουν τα πλευρά, ένα-ένα
Μ’ έναν μεγάλο κόπανο γερό
Ή με ματσούκα σιδεροδεμένα.
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Και μόνο στο τραγούδι, στην σατιρική και αυτοσαρκαστική ποίηση του Βιγιόν και σε μια ελεύθερη φρασεολογία που χρησιμοποιεί στα ποιήματα του, αποτελούν τα μόνα στοιχεία που μπορούν να συνδέσουν την ποίησή του, με την παράδοση των τροβαδούρων. Ο ιδεόπλαστος έρωτας δεν υπάρχει. Οι μπαλάντες του δεν έγιναν ποτέ αντικείμενο παρουσίασης από ζογκλέρ. Για το Βιγιόν, ο έρωτας συνδέεται με την εποχή, το παρόν που ζει και τις συνθήκες που προαναφέραμε. Ακόμα και η τεχνική της μπαλάντας του διαφέρει αφού τα ποιήματα του τα παρουσιάζει σε 12 και 18 στίχους, οι οποίοι οργανώνονται σε τρεις μεγάλες όμοιες στροφές και μια συντομότερη· χαρακτηριστικό, η επανάληψη του ίδιου στίχου στο τέλος κάθε στροφής.

Πού να’ ναι - να μου πει μπορεί κανείς -
Η ξακουστή ομορφιά της Ρώμης Φλόρα,
Η Αρχιπιάδα, η ξαδέρφη της Θαϊς
Που ακούστηκε όπου γης χωριό και χώρα;

Κι η Ηχώ η αντιλαλούσα, πούχε δώρα
Ομορφιάς, που γυναίκα άλλη καμιά
Ανθρώπου δεν απόχτησε ως με τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;
Πού βρίσκεται η τετράσοφη Ελοϊς
Που ο Πέτρος Εμπαγιάρ, σε μαύρην ώρα,
Γι' αυτή ευνουχίστη και στο Σαιν Ντενίς
Έθαψε τη ζωή του ρασοφόρα;

Κι η Ρήγισσα, που αφού έκαμε τη γνώρα
Του Μπουριντάν, την άνομη, βαθιά
Τον έριξε στη Σεν, πού νάναι τώρα;
Μα τα χιόνα πού να είν' τα περσινά;

Βασίλισσα Λευκή, άστρο της αυγής,
Που γλυκοτραγουδούσες ποθοφόρα,
Μπέρτα μεγάποδη, Μπιετρίς, Αλίς,
Αρεμβουργίς πούχες της Μαιν τη χώρα,

Ιωάννα, που στη Ρουένη λευκοφόρα
Οι Άγγλοι σε κάψανε μαρτυρικά,
Στ' όνομα της Παρθένας, πού είστε τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;
Πρίγκιπα, όπου κι αν ψάξεις κι όσην ώρα
του κάκου - δεν τις βρίσκεις πουθενά,
Κι αυτήν την επωδό ξέχασ' τη τώρα:
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;

Εύκολα κανείς μπορεί να διαπιστώσει όλα τα παραπάνω, μελετώντας την μπαλάντα για τις «κυράδες του παλιού καιρού», όπου ο Βιγιόν αναζητεί τον έρωτα μέσα από το κάλεσμα τραγικών προσώπων που έζησαν έντονα τον έρωτα και άλλες που δεν τον έζησαν καθόλου. Γνωρίζοντας καλά τις προσωπικές τους ιστορίες, προβάλει την κοινωνική πραγματικότητα και το φραγμό κάνοντας μια ερωτηματική αναφορά προς το παρελθόν επαναλαμβάνοντας τον στίχο: «Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;». Ο ποιητής λοιπόν δείχνει μια ερωτική απογοήτευση, μια μελαγχολία, θα λέγαμε μια αντιφατική ψυχική κατάσταση αυτή του έρωτα και τις μοναξιάς. Θα επικαλεστώ και πάλι την Μ. Ντυράς και την «Αρρώστια του Θανάτου» που ένα ακόμα σημείο μέσα στο κείμενο καθρεφτίζει την ψυχική αναστάτωση του Βιγιόν: «… Παραμένετε σ' αυτή τη θέση. Κλαίτε πάλι. Νομίζετέ πως ξέρετε κάτι χωρίς να γνωρίζετε τι, δεν φτάνετε ως το βάθος αυτής της γνώσης, πιστεύετε ότι είστε κατ’ εικόνα τής δυστυχίας τού κόσμου, εσείς και μόνο εσείς, κατ’ εικόνα μίας προνομιούχου μοίρας. Πιστεύετε ότι είστε ο άρχων αυτού του γεγονότος που συμβαίνει, πού νομίζετε ότι συμβαίνει.», (Μ. Ντυράς, Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, μεταφ. Κ. Μαλαμάτη, σελ 40, ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1985).

Γενικότερα η ποίησή του στα σχήματα και στα θέματά της, στις αλληγορίες της, στην αντιμετώπιση των ηθικoθρησκευτικών προβλημάτων, ανήκει φυσικά στον Μεσαίωνα, που όμως: με το ιδιότυπο, σαρκαστικό, δροσερό και πάνω απ’ όλα ειλικρινές στις εξομολογήσεις τραγούδι του, ο Βιγιόν εγκαινιάζει τη νεώτερη ποιητική εποχή, σαν ένας εκπληκτικός προάγγελος τού ρεαλισμού.

Η ωμότητα των παρατηρήσεών του, ή εκδηλωτική τόλμη του, το αιώνια δακρυσμένο χιούμορ του, ο σταυρωμός του σε αμαρτωλές ημέρες, που ή έννοια τού καλού και τού κακού είχε καταργηθεί, εκφράζονται ισχυρά με την πρώτη χρονολογικά λυρική φωνή που ακούστηκε στη Γαλλία. Όλη του η ποίηση, αγνή και σπαρακτική αυτοβιογραφία, διατηρεί παρά την ηλικία της αιώνια νεότητα, δροσιά και σύγχρονη γεύση (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, Δ, σελ: 720).

Ο Βιγιόν ως φοιτητής με φίλους του διασκέδαζε κάνοντας σκληρές φάρσες, κλέβοντας και συμπλέκονταν συχνά και με την αστυνομία. Κάτι τέτοιες φοιτητικές ταραχές, που για να τις καταστείλει η αστυνομία κατέφευγε και στα όπλα, στάθηκαν αφορμή, ώστε ο ζωηρός ποιητής να πάρει τον κακό δρόμο. Από τότε εγκατέλειψε κάθε μελέτη και επιδόθηκε στην αλητεία, σύχναζε με κακοποιούς στα καπηλειά, έκλεβε, και αποτελούσε το πιο κύριο μέλος τής χαρούμενης τότε αλητείας, που ο ποιητής αποθανάτισε στα ποιήματα του. Εκείνο που χαντάκωσε τέλεια τον Βιγιόν ήταν ή στενή συναναστροφή με δυο διαβόητους κακοποιούς φοιτητές, που τέλειωσαν τη ζωή τους στην αγχόνη και που ουκ ολίγες φορές γλίτωσε ο ποιητής από αυτήν, (Jules Girard, «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ », σελ: 150).

Η ζωή αυτή τον απομακρύνει, από το ουμανιστικό πρότυπο του ποιητή, που έχει ως στόχο το αξίωμα της ανθρώπινης φύσης. Οι παρακάτω αναφορές από το ποίημα «ΕΠΙΤΑΦΙΟ» το εξακριβώνουν:
Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως,
Κύριε, σ' αυτόνε το συφοριασμένο,
Που ούτε ένα πούπι γης, ούτε στρωμένo
Πλούσια τραπέζι απόκτησε ο φτωχός.
Από μαλλιά και γένια ήταν σπανός,
Ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο.
Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως,
Τον έστειλαν στο μπουντρούμι στανικός

Με μια κλωτσιά στον κώλο, συστημένο,
Κι ας φώναζε "εκκαλώ!'1 πετυχημένο
Δεν' είναι και πολύ το κόλπο αυτό.
Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως.

Ο ποιητής ξεδιπλώνεται μέσα από αυτό το ποίημα περιγράφοντας όλη την τραγική πορεία τις ζωής του και του χαμένου του έρωτα. Δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί, να χρησιμοποιήσει το χιούμορ του και να δηλώσει εδώ μια άλλη αντίφαση την ζωή και τον θάνατο, (Jules Girard, σελ:152,). Κλείνει με μια επίκληση για αιώνια ανάπαυση, δείχνοντας πως έχει μείνει μόνος στον κόσμο έτσι δηλαδή, όπως τον ποθούσε. Με τον έρωτα να του φαίνεται άτοπο, να μην καταλαβαίνει το νόμιμο από το παράπονο να αποφεύγει να αγαπήσει και να γυρνά εδώ και εκεί ο θάνατος φαντάζει ως μοναδική λύση.

Τα αριστούργηματα όμως του Βιγιόν έρχονται όντως κάτω από μια βαθιά απελπισία και δείχνει πραγματικά μια ατομική αλλοτρίωση και μια ανάγκη αγάπης που ζητά από τον κόσμο, ο οποίος θα τον χλευάσει όταν το δει στη κρεμάλα να σπαράζει. Είναι η μπαλάντα που οι κρεμάλες του Μονφωκόν περίμεναν τον ποιητή να τον αγκαλιάσουν σφιχτά.

Άνθρωποι, αδέρφια, που ύστερά μας ζείτε,
Σκληρή για μας μην έχετε καρδιά.
Γιατί αν εμάς τους δόλιους σπλαχνιστείτε,
Πιότερη ο Θεός για σας θα 'χει σπλαχνιά.

Πεντέξι εδώ κρεμιόμαστε κορμιά
Κι η σάρκα μας, που πλούσια είχαμε θρέψει,
Φαγώθηκε μπουκιές, σάπια έχει ρέψει,
Κι ο σκελετός μας στάχτη θε να πέσει

Τα χάλια μας κανείς μην κοροϊδέψει,
Μονάχα πέστε: "Ο Θεός να τους σχωρέσει!"
Την ικεσία μας μην καταφρονείτε,
Αδέρφια, κι ας μας σκότωσε έτσι δα
Η δικαιοσύνη. Μόν αφού σκεφτείτε
Πως όλων τα μυαλά δεν είν’ σωστά,

Μ’ ήσυχη μεσιτέψετε καρδιά
Στης Παρθένας το Γιο να μη στερέψει
Τη χάρη του για μας και να μην πέψει
Τη φλόγα του Άδη απάνου μας να πέσει.

Πεθάναμε, κανείς, μη μας παιδέψει,
Μονάχα πέστε: "Ο Θεός να τους σχωρέσει!".
Απ' τις βροχές πλυμένoυς μας θωρείτε,
Μαύρους, ξερούς απ’ του ήλιου τη φωτιά
Τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε
Φρύδια μας μείναν, μητε και μαλλιά.

Ανάπαψη δε βρίσκουμε καμιά:
Έδωθε, εκείθε, απ' όπου ο άνεμος πνέψει
Στο κέφι του φρικτά θα μας χορέψει
Τσίμπιoυς σα δαχτυλήθρες. Να ξεπέσει

Στην παρέα μας κανείς σας μη γυρέψει,
Μονάχα πέστε: "Ο Θεός να τους σχωρέσει!"
Η ισχύς σου, αφέντη Ιησού, ας μας προστατέψει.
Ο Άδης λογαριασμούς μη μας σκαλέψει
Στα νύχια του η ψυχή μας να μην πέσει.
Άνθρωποι, εδώ το ανάμπαιγμα ας παλέψει

Μονάχα πέστε: "Ο Θεός να τους σχωρέσει! "
Ο Βιγιόν έγραψε αυτό το ποίημα στα 1462 όπου ήταν φυλακισμένος στο Παρίσι καταδικασμένος σε θάνατο με αγχόνη, για το φόνο ενός Πισάρ, που δεν έχει αποδειχθεί αν όντως ο ποιητής τον διέπραξε. Στην απελπισία του έκανε έφεση της θανατικής καταδίκης του στη Βουλή κι έβαλε σε ενεργεία ότι μέσων μπορούσε για να τον σώσει. Κυριευμένος από το όραμα της αγχόνης γράφει τον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΒΙΓΙΟΝ ή Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ», όπου με σπαραχτική πνευματική διαύγεια, μετάνοια και χριστιανική ταπεινοσύνη, ζητά τον οίκτο και την συγνώμη των ανθρώπων, μαρτυρά το σκοπό όλων των πράξεων που οδηγούσαν στην καλοζωία και τους παρακαλεί να μην γελάσουν με τους σφαδασμούς του, όπως συνηθιζόταν από το παρισινό κοινό σε κάτι τέτοιες εκτελέσεις (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, Α, σελ: 723).
Εν μένω στον παραλληλισμό κάποιων αποσπασμάτων της Μ. Ντυράς που καθρεφτίζουν απόλυτα τον εσωτερικό κόσμο του Βιγιόν. Η Ντυράς πρέπει να είχε μελετήσει και αναλύσει αρκετά αυτό τον αλλοπρόσαλο ποιητή, προσαρμόζοντάς τον στην δική της γυναικεία σκέψη. Και μπορεί βέβαια κανείς να πει γιατί αυτή επιμονή όταν η Ντυράς έγραψε για τον 20ο αιώνα και ο Βιγιόν τέσσερις-πέντε αιώνες πίσω. Τρομάζω να πω πως πολλά βλέπω στο σήμερα με την ποίηση του. Είναι αυτό που ψάχνουμε…. «Ίσως την ψάξετε έξω από το δωμάτιο, στις ακρογιαλιές, στις πλατείες, στους δρόμους. Μα δεν θα μπορούσατε να τη βρείτε γιατί στο φως της ημέρας, δεν αναγνωρίζετε κανένα. Δεν θα την αναγνωρίζατε. Γιατί η αρρωστημένη ψυχή πότε δεν φαίνεται στο φως της ημέρας…», (Μ. Ντυράς, Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, μεταφ. Κ. Μαλαμάτη, σελ 55, ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1985).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, «ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Τόμος Α & Δ, εκδ. ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ, ΑΘΗΝΑ, 1972.
2. Jules Girard, «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ », Μεταφ. Λ. Πανταζή, Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1987